- τερψίφρων
- τερψίφρων, ον, gen. ονος,A delighting the mind, delightful,
ὕλη Nonn. D.42.44
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕλη Nonn. D.42.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τερψίφρων — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει την καρδιά και το μυαλό, ευάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί φρων] … Dictionary of Greek
τερψίφρονος — τερψίφρων delighting the mind gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek